Το ξυπνητήρι σκορπίζει τα φύλλα της μηλιάς με τα γαλάζια κλαδιά στον ουρανό του υποσυνείδητού μου. Σηκώνομαι βιαστικά, καθώς ο Σείριος προσπαθεί να με σπρώξει στο κρεβάτι για να ξεκλέψει μερικά ακόμα χάδια γουργουρίζοντας. Φορώ τα ρούχα που έχω ετοιμάσει προσεκτικά από το προηγούμενο βράδυ και κρέμονται άψυχα στην καρέκλα μου. Πρώτα οι κόκκινες κάλτσες, όχι, σήμερα έχει συννεφιά, θα χρειαστώ τις κίτρινες. Έπειτα το κρύο τζιν και τα μποτάκια που θυμίζουν στο Δημήτρη το Ρομπέν των Δασών-το πρώτο χαμόγελο της ημέρας ξεφεύγει από τα χείλη μου. Το μάλλινο πουλόβερ με παίρνει αγκαλιά και κατεβαίνουμε τις σκάλες. Τα μαλλιά μου διαδηλώνουν ενάντια στην αυθαιρεσία της πρωινής υγρασίας, τα αφήνω να ανεμίζουν τριγύρω από το κεφάλι μου σε τρελαμένες μπούκλες. Μπαίνω στο αμάξι, και χαζεύω για λίγο τον γαλάζιο ουρανό από τη γυάλινη οροφή: είναι πάντα όμορφος, ακόμα και τις μέρες που πρέπει να λοξοκοιτάξεις ανάμεσα από γκριζωπά, μπουρινιασμένα σύννεφα για να δεις ένα κομμάτι του.
Στρίβω στη γωνία. Μια ουρά αγουροξυπνημένων αυτοκινήτων ασορτί με τους ιδιοκτήτες τους περιμένουν να ανάψει το πράσινο. Κοιτάζω δίπλα μου. Ένας μεσόκοπος κύριος κουκουλωμένος στο παλτό του έχει αφήσει το τιμόνι και τρίβει τα χέρια του για να ζεσταθούν. Η μύτη του είναι κόκκινη και τα μάτια του μισοκλείνουν. Ξαφνικά ξεχνά και το κρύο και τη νύστα κι αρχίζει να κορνάρει μανιωδώς τον μπροστινό που άργησε να ξεκινήσει στο πράσινο. Προσπερνά έναν γαλάζιο κορμό που γνέφει απογοητευμένος από την άκρη του πεζοδρομίου.
Σταματώ έξω από τον κόκκινο πύργο της δουλειάς, κλειδώνω το αμάξι και απομακρύνομαι χαμογελώντας. Φαίνεται πάντα τόσο μικρό και παράταιρο ανάμεσα στα τζιπάκια και τα Volvo που παρκάρουν στη γειτονιά. Στο ασανσέρ μπαίνουν μαζί μου δύο κυρίες που δουλεύουν στον πάνω όροφο κι ένας κύριος που πηγαίνει τους καφέδες στους διευθυντές. Η μία κυρία μιλά για τον καιρό, πόσο έχει κρυώσει και για το καινούριο ζευγάρι μπότες που ελπίζει να προλάβει να αγοράσει. Βγαίνοντας στον όροφό της αφήνει πίσω της ένα σύννεφο λακ και γλυκερού αρώματος. Η άλλη αντιγυρίζει ένα αυστηρό βλέμμα στον κύριο με τους καφέδες που έκανε ένα αστείο για τις Δευτέρες και σπρώχνει τη μεταλλική πόρτα βιαστικά. Ένα γαλάζιο δεντράκι ρίχνει τα φύλλα του πίσω της.
Κατεβαίνω στον όροφό μου. Οι συνάδελφοί μου μουρμουρίζουν καλημέρες πίσω από οθόνες υπολογιστών. Ζεσταίνω νερό και το άρωμα του τσαγιού με ξυπνά. Κοιτάζω το πολύχρωμο πλήθος παιδιών στην αυλή, που μαζεύονται για την πρωινή προσευχή. Ο χείμαρρος έχει σχηματίσει μικρά ρυάκια κι ανάμεσά τους κίτρινα λουλούδια σπρώχνονται για μια θέση δίπλα στο νερό. Ο ήλιος έχει βγει και σκουντά τα σύννεφα να του κάνουν λίγο χώρο. Κάθομαι στο γραφείο μου, ρίχνω μια ματιά από το παράθυρο, κι ένα μικρό γαλάζιο κλαδί μου χτυπά το τζάμι.
Καλή μας εβδομάδα!