Φέτος οι δικοί μου είχαν τη φαεινή ιδέα να κάνουμε Πάσχα στο χωριό. Βρίσκεται σε ωραία τοποθεσία, πίσω από το Πήλιο, αλλά το κτήμα μας είναι δίπλα σχεδόν στη θάλασσα, και εκτός από την πανέμορφη θέα, δεν προσφέρει τίποτε άλλο. Θέλω να πω, δεν έχει κανείς πρόσβαση σε τρόφιμα, διασκέδαση, ούτε καν σε κάρτα για το κινητό. Εκεί λοιπόν πέρασα τις τελευταίες τρεις μέρες. Ήμουν προετοιμασμένη για το κύμα βαρεμάρας, εξοπλισμένη με βιβλία και τον φορητό για να βλέπω καμιά ταινία. Σκέφτηκα ότι θα ήταν πρώτης τάξεως ευκαιρία να τελειώσω και ένα ασπρόμαυρο φιλμάκι που μου είχε μείνει, οπότε και η φωτογραφική μηχανή πήρε τη θέση της στις αποσκευές. Αυτό που δεν προέβλεψε το σατανικό μου μυαλό, ήταν οι ορδές συγγενών που θα κατέκλυζαν το κτήμα και θα απειλούσαν την ψυχική μου υγεία.
Μόλις το βράδυ της ανάστασης, πληροφορήθηκα ότι το Πασχαλιάτικο μενού θα περιελάμβανε καμιά εικοσαριά ξαδέρφια, τους αντίστοιχους θείους και θειάδες, τρεις γριές (κομπλέ με μασέλες και τσεμπέρια),μία Ελβετή, και ένα μάτσο φίλους και γνωστούς συγχωριανούς. Άμεσα βρήκα τα πιο απροσάρμοστα ρούχα και αξεσουάρ μου, ώστε να θωρακιστώ απέναντι στον εχθρό.
Το τρελό κέφι άρχισε από το Σάββατο. Με έναν απίστευτο, παγωμένο αέρα να φυσάει, έβαλα το φορεματάκι μου(οι γονείς μου επέμεναν ότι δε μπορώ να πάω με το τζιν στην Ανάσταση σε χωριό) και μεταφέρθηκα σε μια εκκλησία της οποίας ο παπάς έπαιρνες όρκο ότι θα ξεψυχούσε πριν το Χριστός Ανέστη, και θα μας άφηνε σύξυλους στο κρύο και στ’ αγιάζι. Ευτυχώς γυρίσαμε γρήγορα.
Η επόμενη μέρα ήταν ακόμα χειρότερη. Ξύπνησα στις 7 από τον ήχο της καταρρακτώδους βροχής στο τροχόσπιτο (που μετά τη θεομηνία μετονομάστηκε σε βροχόσπιτο),βοήθησα στις δουλειές, και έμεινα να κοιτάζω άπραγη από τα μικρά παράθυρα το γρασίδι. Μερικές ώρες μετά, άρχισε να καταφτάνει το συγγενολόι. Δε μπορώ να πω, οι περισσότεροι ήταν έξυπνοι άνθρωποι και δε με πλησίαζαν παρά μόνο για τα τυπικά. Παρόλα αυτά, είχαμε και λαμπρές εξαιρέσεις τολμηρών. Σας παραθέτω τις πιο επιτυχημένες προσπάθειες:
- Βγαίνω κρατώντας τη βιογραφία της Βιρτζίνια Γουλφ στο ένα χέρι, για να ευχηθώ σε μια καινούρια φουρνιά συγχωριανών. Εκεί που πλησιάζω στο τέλος των χειραψιών και φέρνω κάτι σε Αβραμόπουλο που κατεβαίνει για δήμαρχος με το χαμόγελο της Crest,με πλησιάζει ένας τύπος με κοτσίδα και μούσια.
-«Γεια σου ξαδέρφη».
-«Γεια σου κι εσένα, χρόνια πολλά».
-«Πώς τα περνάς; Πήρες και βιβλία μαζί σου;»
-«Ε ναι, να περνάει η ώρα».
-«Α, διαβάζεις;»
Όχι κοιτάω τις εικόνες.
-«Ε διαβάζω.»
-«Όλες τις μέρες που είσαι εδώ;»
-«Ναι, γιατί;»
-«Διάβασες και…προχτές;»
-«Ε ναι, προχτές ήμουν στο Βόλο, αλλά διάβασα, κάθε μέρα διαβάζω. Γιατί ρωτάς;»
-«Μα προχτές ήταν Μεγάλη Παρασκευή, δεν το ξέρεις ότι είναι αμαρτία να διαβάζεις; Δεν κάνουμε τίποτα τη Μεγάλη Παρασκευή, είναι αμαρτία σου λέω».
Τώρα εγώ έφταιγα; Όχι πείτε μου. Δηλαδή αν αυτού του ερχόταν να πάει τουαλέτα ας πούμε Μεγάλη Παρασκευή θα τα χώνευε;
-«Δεν πειράζει ξάδερφε, έτσι κι αλλιώς έχω ήδη ρεζερβέ καζάνι στην Κόλαση με το όνομά μου πάνω του».
Αβγό ο ξάδερφος.
-«Με καλλιγραφικά. Άντε Χριστός Ανέστη.»
- Μόλις έχω καταρρίψει το πρώτο οχυρό, και εμφανίζεται ένα ΑΤΙΑ (Αγνώστου Ταυτότητας Ιλαρό Ανθρωποειδές) μπροστά μου. Μιλάμε για μαζική επίθεση, όχι αστεία. Αφού ξεπερνάμε χωρίς θύματα τις τυπικούρες, πιάνουμε κουβέντα για το κατά πόσο η ζωή στην ύπαιθρο είναι βαρετή. Και μου απαντάει όλο απορία:
-«Τι βαρετή ρε, έχεις πάει ποτέ με όπλο στο χωράφι;»
-«Όχι, γιατί να πάω με όπλο στο χωράφι;»
-«Για να παραμονέψεις και να σκοτώσεις πουλιά. Εγώ και μόνο που παραμονεύω με το όπλο, περνάω καλά».
Κι εγώ άμα σε βάλω να τρέχεις μέσα στο χωράφι και να έρχεται κατά πάνω σου ένα πλάσμα εκατό φορές μεγαλύτερό σου με μια καραμπίνα για να σου φυτέψει μια σφαίρα καλά θα περάσω βλάκα.
-«Α δηλαδή να μη βρεθούμε στο χωράφι σε καμιά στιγμή αφόρητης βαρεμάρας μαζί σου ε;» είπα και γέλασα.
Καμία αντίδραση. Μπα, άσε δεν το έπιασε. Ας το κάνω πιο λιανά.
-«Είμαι κατά του κυνηγιού.»(είπαμε, κελεπούρι ο τύπος, μην τον προγκήξουμε που λένε και στο χωριό)
-«Α, ΟΚ»,συνοδευόμενο από βλέμμα τύπου «μα καλά τι ούφο είναι αυτή».
-«Να πας να φυτέψεις τότε. Περνάς πολύ καλά. Είναι πολύ διασκεδαστικό.»
Τον συγκεκριμένο τον κράτησα για επιδόρπιο, και δεν είπα τίποτα. Μετά το κατσίκι όμως(που το φάγαμε στις 6:30 επειδή άρχισε να ψήνεται αργά λόγω βροχής),ετοιμάστηκαν να πάνε σπίτια τους για να ντυθούν για τη βραδινή διασκέδαση. Αρνήθηκα ευγενικά της πρόσκληση, αλλά περνώντας από μπροστά μου η χαρούμενη παρέα, πέταξα σε μια ξαδέρφη:
-«Ελπίζω να διασκεδάσετε πολύ. Μην ξεχάσετε καμιά αγκινάρα να πάρετε να φυτέψετε, να περάσει καλά κι ο ξάδερφος.»
Η καλύτερη του χωριού λέμε…Άντε και του χρόνου.