«Μαμά, νομίζω ότι η Νίνα μας κατουρήθηκε»
«Πως κατουρήθηκε βρε; Απαπα, μαρή, σπάσαν τα νερά και χαμπάρι δεν πήρες! Πάρε τον Κώστα να πάμε στην κλινική!»
«Μα είναι δυνατόν να καθυστερεί τόσο; Έχει κλείσει και τους εννιά μήνες και με το παραπάνω!»
«Ελάτε, ελάτε,βγήκε το κεφάλι!»
«Και το όνομα αυτής, Θεοδώρα…»
«Τι Θεοδώρα καλέ, Βιολέττα δεν ήταν να την βγάλουν;»
Ε τι να κάνουμε, ήρθε την τελευταία στιγμή και είπε η τρελή ότι άμα τη βγάλουν με το δικό της όνομα θα την καταραστεί.»
«Δε βαριέσαι, έτσι κι αλλιώς από πού θα το άκουγε το όνομα και η Θοδώρα…»
«Μαμά, δε μπορώ ανέβω, πολύ ψηλό σκαλί…»
«Μπαμπά, μπορούμε αλλάξουμε χρώμα, ή πρέπει αφήσουμε μοβ πεθαμενατζίδικο;»
«Που είναι η μαμά θεία Μαρία;»
«Στο νοσοκομείο, δεν είπαμε ότι θα μας κάνει το αδερφάκι;»
«Πότε;»
«Ε να όπου να’ ναι.»
«Θα βάλω εγώ ό,τι θέλω. Το μπλε το πουκάμισο με τους γλάρους, και τη μελιτζανί φούστα του νουνού.»
«Καλέ θεία, πως το έφερες έτσι το παιδί, σαν χαζο, θα μας κοροϊδεύουν.»
«Τι να κάνω, δεν ήθελε τα ρούχα που της ετοίμασα, ήθελε να διαλέξει αυτή για να τη γνωρίσει το αδερφάκι.»
«Μαμά, με γνώρισε, μου σφίγγει το δάχτυλο!»
«Μα Χρήστο, αφού σου λέω, δεν είναι αληθινό το ψαράκι στη σταχτοθήκη που έφερε ο μπαμπάς σου από το ταξίδι.»
«Κι εσύ που το ξέρεις;»
«Αφού είναι μέσα στο γυαλί.»
«Λες να το σπάσουμε να δούμε;»
«Τι λες βρε χαζέ, κι άμα είναι ζωντανό και μας φάει;»
«Κοριτσάκι, θες να τα φτιάξουμε;»
«Όχι, εγώ είμαι παντρεμένη»
«Είσαι πολύ μικρή για να είσαι παντρεμένη.»
«Μωρέ τι μας λες, είμαι και παραείμαι, ο άντρας μου είναι στη Σκιάθο, έχω και δαχτυλίδι!»
«Γεια, είμαι η Σοφία. Θες να κάτσουμε μαζί;»
«Ναι, θα πω στο Χρήστο να κάτσει με τον Χάρη. Καινούρια είσαι ε;»
«Αυτός είναι σου λέω, άντε πήγαινε μίλα του.»
«Ρε συ τι να του μιλήσω, είσαι σίγουρη; Εγώ είμαι φύτουλας, ένα Σάββατο βγαίνω, πότε με είδε και του άρεσα;»
«Ε τώρα πάλι τα ίδια θα λέμε; Έμαθε ότι είσαι κολλητή μου και μου είπε να στο πω. Άντε, πήγαινε.»
«Ουφ, καλά. Αλλά να ξέρεις, εμένα δε μου αρέσει, για σένα το κάνω.»
«Θα περάσουμε να σε πάρουμε από το πάρτυ για να έρθεις μαζί μας σε μια ταβέρνα.»
«Με ποιους;»
«Με το λογιστή μας, έχει έναν γιο λίγο πιο μικρό από σένα, να του κάνεις παρέα.»
«Έλα ρε μπαμπά, πρέπει να φύγω από το πάρτυ τώρα για αυτό;»
«Ε, πρέπει να το πω, είναι λίγο δύσκολο, αλλά κι εσύ ξέρεις τι θέλω να πω και δε βοηθάς καθόλου, κάθεσαι εκεί μόνο και με κοιτάς και με αγχώνεις.»
«Ε δεν είναι δικιά μου δουλειά να το πω, και εξάλλου δεν είμαι και σίγουρη τι θες να πεις.»
«Εντάξει, δεν είναι τίποτα, θα το πω κι ό,τι γίνει. Θες…ξέρεις, να τα φτιάξουμε;»
«Σ’ αγαπώ…»
«Πέρασες, πέρασες!»
«Που;»
«Αγγλική Φιλολογία!»
«Δε θα πάω…»
«Γιατί καλέ, μη λες χαζά!»
«Είναι χαζή σχολή και την ήθελε ο μπαμπάς!»
«Συγχαρητήρια, και τι καλός βαθμός!»
«Ε ναι, θα μπορούσα και καλύτερα, αλλά ο βαθμός πτυχίου καθορίζεται από πολλά μαθήματα.»
«Άντε, καλή σταδιοδρομία.»
«Χαμογελάστε παρακαλώ να βγείτε μία να έχετε να θυμάστε την ορκωμοσία!»
«Ας πάω και σε αυτή τη συνάντηση να δούμε τι παίζει. Θα κοιτάξω από τη τζαμαρία κι αν είναι τίποτα φρικιά με γυαλούμπες, θα φύγω. Α, κανείς δεν ήρθε. Ας πιω ένα τσάι μια και ήρθα. Ωχ,είναι ένας τύπος με πολλά βιβλία. Λες να είναι αυτός; Τώρα με είδε κιόλας, δε γίνεται να φύγω. Ε, ας κάτσω, καλό παιδί φαίνεται»
«Καλέ αυτός έχει πλάκα! Καλά ο άνθρωπος θα ΄χει χάσει πάσα ιδέα, μονότερμα τον έχω πάρει δυο ώρες. Πάει, άλλος ένας που δε θα θέλει να με ξαναδεί μπροστά του μετά το σημερινό καφέ…»
«Πρέπει να τη γνωρίσεις σου λέω, θα δεις πόσα κοινά έχετε. Δεν υπάρχει περίπτωση, θα τη συμπαθήσεις αμέσως.»
«Ρε Δημήτρη, πως είσαι σίγουρος, τόσο πολύ πια μοιάζουμε;»
«Δεν μοιάζετε, ταιριάζετε.Θα δεις.»
«Οχού, από πού ξεφύτρωσαν αυτοί τώρα; Ιιιιιιιιιιιιιιι,να δεις που αυτοί είναι. Αμάν, γιατί με κοιτάει έτσι αυτή; Να δεις που δε με συμπάθησε καθόλου. Από πάνω μέχρι κάτω με σκάναρε. Και πρέπει να έχω γίνει και κόκκινη σαν αστακός, πάλι ρεζίλι έγινα. Και δε μπορώ και να την κοιτάξω και καθόλου, αλλά ξέρω ότι με κοιτάει όλη την ώρα. Τι είναι αυτό το πράγμα ρε παιδί μου ,ο άντρας της μια χαρά λέει αστεία, αυτή πάω στοίχημα ότι ξέρει και πότε πέρασα ανεμοβλογιά. Πως το κάνει;»
«Έλα, τι κάνεις την Τρίτη;»
«Τίποτα, έχω μάθημα μόνο, γιατί;»
«Θα έρθεις στην πρόβα;»
«Ποια πρόβα;»
«Του νυφικού…Η Πόπη πήγε στη Χίο και σε θέλω εκεί.»
«Κι εσείς παντρεύεστε;»
«Όχι καλό μου, εγώ περιμένω τη νύφη να ντυθεί.»
«Α, τι όμορφη που είναι…Δίδυμες είστε;»
«Μαμά…Πέρασα. Τον Αύγουστο φεύγω!»
«Πόπη, σφίξε εσύ το πάνω. Πιο σφιχτά. Τράβα παιδί μου, μη φοβάσαι. Καλά,καλά είναι εκεί. Έλα εσύ που δε με λυπάσαι να σφίξεις το κάτω.»
«Εδώ καλά είναι ή θα σε σκάσω και θα με βρίζει ο γαμπρός;»
«Άντε, μπες, δεν είναι τίποτα ο στρατός, θα συνηθίσεις, οι πρώτες μέρες είναι δύσκολες. Να με πάρεις μόλις ευκαιρήσεις, ναι;»
Σήμερα γίνομαι 25.Μια ζωή πολύχρωμη, όπως και οι στιγμές της. Βάλατε κι εσείς τη δική σας πινελιά. Σας κερνάω δύο ευχές-προτροπές από τις αγαπημένες μου: «Αξίζει φίλε να υπάρχεις για ένα όνειρο, κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει.»(Παπακωνσταντίνου)
«Η ζωή είναι τόσο όμορφη, που ο θάνατος την ερωτεύτηκε, την ζηλεύει με έναν έρωτα κτητικό, και πασχίζει ν’ αρπάξει ότι προλάβει(Yann Martel,”Life of Pi”)