Εδώ και μερικές μέρες μου έχει σφηνωθεί στο μυαλό ένα τραγουδάκι που άκουγα μια μέρα γυρίζοντας
από το απογευματινό μου ιδιαίτερο. Δε θυμάμαι ερμηνευτή, ούτε τίτλο, αλλά μου έμεινε ένας στίχος του που έλεγε ότι το γαρύφαλλο στ’ αυτί το έχει αντικαταστήσει ένα
handsfree. Έμεινα να γελάω περπατώντας ανάμεσα σε έναν από τους δρόμους με την περισσότερη πολυκοσμία στη συνοικία μας. Μέχρι που το γέλιο μου άρχισε να ξεθωριάζει, γιατί παρατηρώντας όλο αυτό τον κόσμο να έρχεται και να φεύγει βιαστικός, συνειδητοποίησα ότι σε μεγάλο βαθμό αυτός ο στίχος περιγράφει την καθημερινότητά μας. Δεν είναι πολύ θλιβερό να βλέπεις κόσμο να μιλάει στον αέρα, αντί να μιλάει με τον άνθρωπο δίπλα του; Τόσο πιο προσιτό, τόσο πιο ανθρώπινο, και τόσο λιγότερο…καρκινογόνο από το
handsfree(εκτός αν ο συνομιλητής σου σε πεθαίνει στο άγχος, οπότε προτίμησε το
handsfree). Χωρίς να το καταλάβω, άρχισα να σκέφτομαι κάτι που μου είχε πει η θεία μου η Μαρία όταν ήμουν μικρή: «Η καρδιά είναι το πιο αλάνθαστο μέτρο». Έτσι είναι. Όταν βλέπει αγάπη, χτυπάει δυνατά. Όταν βλέπει κίνδυνο, επίσης. Όταν δεν υπάρχει τίποτα που να την ενδιαφέρει, αφήνει τις ευγένειες κατά μέρος και συνεχίζει το ρυθμικό της χτύπο αμέριμνη, όσο κι αν προσπαθείς να την πείσεις να κάνει μια προσπάθεια.
Η σοφή θεία Μαρία, αδερφή του παππού μου, είχε αντικαταστήσει τους παππούδες μου, καθώς λόγω ενός μεγάλου καυγά στα τρία μου χρόνια, οι σχέσεις μας είχαν χαλάσει εντελώς. Να φανταστείτε μετά από τόσα χρόνια, τους γνώρισα ξανά στα 13 μου. Η θεία Μαρία λοιπόν, έπαιζε το ρόλο της γιαγιάς για μένα. Λουσάτη, περιποιημένη, με τα κατακόκκινα βαμμένα νύχια της, και…ανύπαντρη όλα της τα χρόνια, αποτελούσε σκάνδαλο για τη γειτονιά και την εποχή της. Θυμάμαι της άρεσε πολύ το κίτρινο και το ροζ φούξια, και πάντα μου έπλεκε κατακίτρινα συνολάκια που ξεπατίκωνε από περιοδικά μόδας. Έκανε τα πάντα για χάρη μου, καθότι εγώ πρωτότοκη και η θεία άκληρη, κάναμε ανεπανάληπτο δίδυμο. Μου έμαθε να μην νοιάζομαι τι λέει ο κόσμος, και να ντύνομαι όπως μου αρέσει. Επίσης μου έμαθε να μην το βάζω κάτω, παρόλο που η μαμά μου παραπονιόταν ότι με κάνει «γλωσσού».
Η θεία Μαρία λοιπόν, πάντα έκρυβε μια έκπληξη μόνο για τις δυο μας. Η πιο αγαπημένη μας στιγμή ήταν κάθε Κυριακή. Σηκωνόμουν από το πρωί με ανυπομονησία να πιω το ΝΟΥΝΟΥ μου, με τη μαμά πάνω από το κεφάλι μου να φωνάζει «τι το λιβανίζεις μια ώρα, πιες το» κι εγώ να περιμένω να γυρίσει από την άλλη για να το χύσω στο νεροχύτη. Μετά διαλέγαμε τα καλά μου ρούχα και ντυνόμουν με μεγάλη επιμέλεια. Κόκκινο λουστρινάκι, σοσονάκια ίσια μεταξύ τους, και τα μαλλιά κάτω όπως άρεσαν στη θεία, που είχε καημό το ίσιο της μαλλί που το τύλιγε για να γίνει σγουρό, και αδυναμία στις μπούκλες μου. Κατά τις 12 άκουγα το κλειδί να γυρίζει στην πόρτα της τζαμαρίας, και έμπαινε η θεία. Με ένα κόκκινο κραγιόν ασορτί με τα νύχια, στην τρίχα πάντα. Με έπαιρνε από το χέρι και πηγαίναμε στη στάση του λεωφορείου. Παρόλο που δε μπορούσε να στέκεται πολύ ώρα όρθια, δεν παίρναμε ποτέ ταξί επειδή μου άρεσε να χτυπάω εγώ τα εισητήρια. Κατεβαίναμε στην παραλία και πηγαίναμε στο Μεταφτσή, που ήταν ένα ξακουστό εστιατόριο της εποχής. Η θεία έτρωγε φιλέτο κοτόπουλο αλα κρεμ, παρόλο που ο γιατρός της είχε απαγορέψει τα γαλακτοκομικά και τα λίπη. Εγώ έτρωγα πατάτες τηγανητές, τη μεγάλη λατρεία μου. Ακόμα θυμάμαι πως κορδωνόμουν όταν τις έφερνε ο σερβιτόρος σε μια λευκή, πορσελάνινη πιατελίτσα, και κρατούσα ευλαβικά το πιρούνι με το αριστερό και το μαχαίρι με το δεξί, όπως μου είχε δείξει, για να δείξω τους καλούς τρόπους μου. Μετά κάναμε βόλτα στην παραλία, και μου έπαιρνε πάντα ένα γυαλιστερό μπαλόνι με ήλιον, που τις περισσότερες φορές βλέπαμε να φεύγει στον ουρανό επειδή γλίστρισε το κορδελάκι από το ιδρωμένο χέρι μου.
Η θεία Μαρία έφυγε πριν αρκετά χρόνια. Μέρες σαν τη σημερινή, σκέφτομαι ότι μπορεί στ’ αλήθεια ο κάθε άνθρωπος να είναι νησί, όπως λένε. Ίσως για αυτό η θεία δε βρήκε κάποιον να της κρατάει το χέρι με τα κατακόκκινα νύχια μέσα σε όλον αυτό τον ωκεανό. Άμα όμως ισχύει, κι εσύ είσαι χαμένος στο νερό και τον βρεις, δεν είναι η στεριά που θα σε σώσει; Για σηκώστε το βλέμμα σας και αγναντέψτε τον ορίζοντα. Τόσα νησιά περιμένουν να τα ανακαλύψετε, αρχίστε κουπί.
Και επειδή σας μέλωσα πολύ με τα φιλοσοφικά μου, πάρτε λίγο μεζέ από Σείριο να έρθετε στα ίσια σας.