Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2007

Happy Halloween!

Σήμερα που είναι η τελευταία μέρα του Οκτώβρη, στην Αμερική και την Αγγλία κυρίως, γιορτάζουν το Halloween. Κανονικά θα σας έκανα μια μικρή εισαγωγή στο έθιμο, αλλά με γλίτωσε από αυτόν τον κόπο η Σοφία, οπότε θα αρχίσω κατευθείαν με το βασικό σκοπό του ποστ.
Με αφορμή λοιπόν τη γιορτή του Halloween,θα σας γνωρίσω τον Τζακ, τον Βασιλιά της Κολοκύθας.

Για όσους δεν τον ξέρουν, ο Τζακ είναι κάτοικος της πόλης του Χάλοουιν. Και τι είναι αυτή η πόλη; Δεν αναρωτηθήκατε ποτέ από πού έρχονται οι γιορτές; Κάθε γιορτή έχει κι από μια πόλη. Τα πλάσματα που μένουν εκεί δεν κάνουν τίποτα άλλο όλο το χρόνο, από το να ετοιμάζουν την γιορτή της πόλης τους. Δεν ξέρουν άλλο κόσμο πέρα από τον δικό τους, και δεν έχουν βγει ποτέ από την πόλη τους. Ο Τζακ λοιπόν, ο οποίος ναι μεν είναι ευχαριστημένος από τη δόξα που απολαμβάνει στην πόλη του Χάλοουιν, αλλά αισθάνεται ότι κάτι λείπει από τη ζωή του, κάνει έναν περίπατο στο δάσος. Εκεί ανακαλύπτει κάποια δέντρα, πάνω στα οποία υπάρχει ζωγραφισμένο κι από ένα σύμβολο γιορτής. Ο φίλος μας, αφού παρατηρήσει απορημένος πόρτες με γαλοπούλες, πασχαλινά αυγά και τετράφυλλα τριφύλλια, αποφασίζει να ανοίξει την πόρτα με ένα παράξενο, πράσινο έλατο, με διάφορα χρωματιστά μπιχλιμπίδια που δεν έχει αντικρίσει ποτέ ξανά σε όλη του τη ζωή. Ξαφνικά, μια σειρά κουδουνάκια μπλεγμένα με χιονονιφάδες και κάλαντα, τον τυλίγει και τον ρίχνει σε ένα σκοτεινό τούνελ, που τον οδηγεί στη Χριστουγεννούπολη. Ο φίλος μας ο Τζακ ενθουσιάζεται,και αποφασίζει να πείσει τους συμπολίτες του στο Χάλοουιν να οργανώσουν αυτοί φέτος τα Χριστούγεννα.


Βέβαια, φανταστείτε τι Χριστούγεννα θα είναι αυτά, που θα έχουν φτιαχτεί από πλάσματα που μέχρι τώρα έφτιαχναν την πιο τρομακτική γιορτή του χρόνου, και μάλιστα νομίζουν ότι βασιλιάς της Χριστουγεννούπολης είναι ένας μπρατσαράς, με κόκκινη στολή και βαθιά φωνή που τον λένε Sandy-Claws (Αη-Τονύχη)…
Αυτή την καταπληκτική ιστοριούλα μπορείτε να τη δείτε στην ταινία του λατρεμένου μου Τιμ Μπάρτον, “The Nightmare before Christmas”.

Μην σας φοβίσουν τα μαύρα χρώματα και οι σκελετοί στην αρχή, έχει πολύ πλάκα και δεν είναι καθόλου τρομακτικό. Έχει και το love story του, που θα σας συγκινήσει. Μάλιστα έχει και ηθικό δίδαγμα για όλους μας στο τέλος:Να μην αρνούμαστε αυτό που πραγματικά είμαστε και να μην το βάζουμε κάτω. Εγώ φέτος θα το δω με την τρίχρονη βαφτισιμιά μου να φανταστείτε. Καλό Χάλοουιν λοιπόν!

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2007

Stranger than fiction

Σήμερα αποφασίσαμε με το Μούκο να δούμε ταινία. Συνήθως κάνω χίλιες δυο μαλαγανιές και γλυκουλιές στο βιντεοκλάμπ για να πάρουμε αυτό που θέλω εγώ, καθότι πιστεύω ότι έχω καλύτερο γούστο στις ταινίες (ναι, τελικά είχε δίκιο μια κυρία που με είπε ψωνάρα). Αλλά αυτή τη φορά ο Μούκος είχε κάτι δουλειές πιο πριν, κι έτσι πέρασε μόνος του να διαλέξει ταινία. Μόλις ήρθε λοιπόν σπίτι, ρώτησα ποια πήρε. Και φυσικά, στραβομουτσούνιασα, γιατί μου φάνηκε μεγάλη σαχλαμάρα. Και άρχισα τα γνωστά «Τι διάλεξες μωρέ τώρα, τι βλακεία θα είναι αυτή πάλι, κτλ.».Ναι, είμαι πολύ γκρινιάρα. Και το χειρότερο είναι ότι αυτή τη φορά είχα άδικο…
Είδαμε το “Stranger than fiction”. Είμαι λάτρης της λογοτεχνίας, και δεν είχα την παραμικρή υπόνοια ότι η συγκεκριμένη ταινία έχει να κάνει με τη μεγάλη μου αγάπη. Είναι λίγο υπερρεαλιστική η ιδέα που πραγματεύεται βέβαια, αλλά έχει δοθεί τόσο γλυκά και αρμονικά δεμένη με την πλοκή, που δε φαίνεται καθόλου άτοπη. Δε θα σας πω λεπτομέρειες, γιατί μετά λένε ότι βάζω spoilers, αλλά θα μοιραστώ μαζί σας ένα κομμάτι από το τέλος που μου άρεσε πάρα πολύ και αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό τη φιλοσοφία μου για τη ζωή.
«Καθώς ο Χάρολντ πήρε μια δαγκωνιά από ένα ζαχαρωμένο μπισκότο, επιτέλους αισθάνθηκε ότι όλα θα πάνε καλά. Μερικές φορές, όταν χάνουμε τον εαυτό μας στο φόβο και την απόγνωση ,στη ρουτίνα και τη στασιμότητα, στην απελπισία και την τραγωδία, μπορούμε να ευχαριστούμε το Θεό για τα ζαχαρωμένα μπισκότα. Και, ευτυχώς, όταν δεν υπάρχουν καθόλου ζαχαρωμένα μπισκότα, μπορούμε ακόμα να βρούμε την επιβεβαίωση σε ένα γνώριμο χέρι στο δέρμα μας, ,ή σε μια γλυκιά και αγαπημένη χειρονομία, ή σε μία ανεπαίσθητη ενθάρρυνση, ή σε μια αγαπημένη αγκαλιά, ή σε μια προσφορά συμπαράστασης, για να μην αναφέρω τα νοσοκομειακά φορεία ,τα μανταλάκια μύτης, ένα αφάγωτο γλυκάκι, ψιθυριστά μυστικά, και μια Fender Stratocasters(τύπος ηλεκτρικής κιθάρας), και ίσως ένα τυχαίο λογοτεχνικό κομμάτι που και που. Και πρέπει να θυμόμαστε ότι όλα αυτά τα πράγματα, οι ενοχλήσεις, οι ανωμαλίες, τα κρυφά εμπόδια, τα οποία θεωρούμε ότι απλά συνοδεύουν τις μέρες μας, αποτελούν μέρος ενός πολύ μεγαλύτερου και ευγενικού σκοπού. Είναι εδώ για να σώζουν τις ζωές μας. Ξέρω ότι η ιδέα φαίνεται παράξενη, αλλά επίσης ξέρω ότι τυχαίνει να είναι αλήθεια.»
Δείτε το.

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2007

Ε ε εκδρομή!

Άλλη μια μέρα εκδρομής. Αυτή τη φορά ήταν πορτοκαλί όμως. Και είχε και μυρωδιά. Κανέλα και γαρύφαλλο. Περίμενα από καιρό να κάνω αυτό το ταξίδι. Δεν ήμουν ποτέ σίγουρη για το πώς θα είναι. Εντάξει, όλος ο κόσμος ξέρει ότι τα γελαστρόνια σε κάνουν να γελάς. Και ότι τριγυρνάνε συνήθως με κοστούμι. Αλλά άμα χρειαστεί να μείνεις μαζί τους;
Ε λοιπόν, ήταν χειρότερα από ότι περίμενα. Χειρότερα κι από την ενέδρα που μου είχαν στήσει την προηγούμενη φορά στο καφέ. Ήταν ένα ανεπανόρθωτο πλήγμα στην μούκικη μου αξιοπρέπειά καταρχήν. Διότι τα συγκεκριμένα γελαστρόνια έχουν σαδιστικές τάσεις. Μάλιστα. Ορίστε, τα λέω και δημοσίως .Όλοι εσείς που νομίζετε ότι είναι «ευπροσήγοροι και ευδιάθετοι» όπως λέει και ο κύριος Ρόμπινς, και γι’ αυτό χαμογελάνε, πλανάστε οικτρά. Επίσης όσοι νομίζετε ότι θα γυρνούσαν από το μήνα του μέλιτος και θα είχαν τη μειλιχιότητα και την γλυκύτητα των νεόνυμφων, την πατήσατε. Άλλο να σας λέω κι άλλο να το βλέπετε.
Καταρχήν,διασκέδαζαν ξεδιάντροπα με το εκ γενετής προσόν μου να κοκκινίζω. Κι όχι μόνο αυτό, επεδίωκαν και το δημόσιο εξευτελισμό μου. Αμέ. Ανέφεραν το Μούκο μου σε δημόσιους χώρους, και μάλιστα και μπροστά σε ξένο κόσμο, και μετά γελούσαν βλέποντας τη στάθμη του κόκκινου να ανεβαίνει στο αθώο προσωπάκι μου. Και δώστου να γελάνε,και δώστου εγώ να κοκκινίζω κι άλλο.
Κατά δεύτερον, δεχόμουν συνεχώς και ύπουλα, επιθέσεις γλυκουλιάς. Στα καλά καθούμενα. Η τελευταία μάλιστα, η οποία επέφερε και ανεπανόρθωτο τραύμα, έλαβε χώρα δίπλα στα κουβερλί του ΙΚΕΑ. Σα δε ντρέπονται λέω εγώ. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ήθελαν και συνένοχο. Κουβάλησαν και τον κομπάρο της συμφοράς να με αποτελειώσει. Δεν πειράζει, θα δει κι αυτός, η Νορβηγία είναι κοντά…
Αλλά…εντάξει δε μπορώ να πω. Είχε πολλά μακαρόνια η εκδρομή, πολλά και ωραία γλυκάκια (όλοι ξέρουν ότι οι μούκοι τρελαίνονται για λιχουδιές), και δωρεάν μουσική, live μάλιστα. Βέβαια, ήταν λες και ξυπνούσες και κοιμόσουν με τη χορωδία Τρικάλων, αλλά δε βαριέσαι. Τα λένε καλά τουλάχιστον. Πολύ καλά. Είδα και ταινίες, έκανα και την έξυπνη (όσο με έπαιρνε), σαχλαμάρισα, ψυχαναλύθηκα, γλυκουλίστηκα… Δεν ήθελα να φύγω μωρέ… Να φανταστείτε, είδα στο δρόμο ένα λόφο με λάστιχα που έμοιαζαν με μαύρα CHEERIOS, κι ούτε καν χαμογέλασα. Αλλά δεν πειράζει, με περίμενε σοκολάτα στο ενδιάμεσο του ταξιδιού και συνήλθα. Εξάλλου, υποσχέθηκαν να ξαναεπιτεθούν σύντομα. Άντε, ξέρετε, οι παραπονιάρηδες μούκοι δε μπορούν πολύ καιρό χωρίς γελαστρόνια.

Υ.Γ. Ψάξτε μέσα στο Χάρι Πότερ.Woody, έχε την κάμερα έτοιμη, άμα κλάψει το θέλω σε βίντεο να την πειράζω.

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2007

Ακόμα...

Τον θυμάστε τον κ.Γλάρο;Καλό θα ήταν να τον θυμόμαστε όλοι όταν πηγαίνουμε στις παραλίες...Τόσα χρόνια τα λέει,και εμείς ακόμα το βιολί μας.Φέτος έβγαλαν και σποτάκι με τα παιδιά του.Ελπίζω να μη χρειαστεί να βγάλουν και με τα εγγόνια του για να βάλουμε μυαλό...

Και οι τέσσερις μου έφυγαν σήμερα...

Λέξη-λέξη πώς να το πω
όλο αυτό που όταν δε σ'έχω περνάω
δεν υπάρχουνε λόγια γι'αυτό το τέρμα
που δεν πάει πιο 'κει,
που διψάει για σένα.
Λέξη-λέξη πώς να βρεθώ
στο στενό κρεβάτι που ανάψαν οι φλέβες
δεν υπάρχουνε λόγια γι'αυτό το δέρμα,
δέρμα από φωτιά,
δυνατό μετάξι.

Λέξη-λέξη θα ψάχνω,ακούς;
Όλα αυτά που όταν δε σ'έχω τα θέλω
δεν υπάρχουνε λόγια γι'αυτό το τέρμα
την καινούρια αρχή
που ζητάει εσένα.
(Γιάννης Κότσιρας-Καινούρια αρχή)
Κι ένα για τον καθένα:
Μούκε μου:"Μια φορά στη ζωή αγαπάμε,κι η αγάπη μου δεν είναι 'δω..."
Αγάπη μου:"Μου 'γνεφε η καρδιά,πάρε μυρωδιά,το λάδι εδώ πώς καίγεται,και ζήσε το ταξίδι..."
Woody:"Αχ κορμί μου πήλινο,κι εσύ κλαρίνο ξύλινο,ποιος μας κρατάει σε τούτο το χορό;"
κι ένα για σένα ρε κλαψιαρη τυχάρπαστε:"Εκεί που με ξεχάσαν όλοι,και με βρήκες μόνο εσύ..."
Μου λείπετε ήδη...

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2007

Τον ξέρετε τον Ευγένιο;

Σήμερα θα σας συστήσω στο φίλο μου τον Ευγένιο.Ο Ευγένιος ήταν και είναι ο πιο αγαπημένος μου συγγραφέας,και εξαιτίας του άρχισα να διαβάζω λογοτεχνία και έγινα...όπως έγινα τέλος πάντων.Διαβάστε τη βιογραφία του, που ο ίδιος βάζει στο οπισθόφυλλο των βιβλίων του,και θα καταλάβετε:
"Ο Ευγένιος Τριβιζάς είναι εξερευνητής, εφευρέτης, ταχυδακτυλουργός και ζογκλέρ μελάτων αυγών. Έχει ανακαλύψει το Νησί των Πυροτεχνημάτων, τη Φρουτοπία, το Κουνουπακιστάν, το Πιπερού, τη Χώρα των Χαμένων Χαρταετών, το Γαλαξία των Λεγεώνων και την Πολιτεία με όλα τα Χρώματα εκτός από το Ροζ. Ο Ευγένιος ζει στο Νησί των Πυροτεχνημάτων με τον παπαγάλο του τη Σύνθια, τον άσπρο ελέφαντα τον Πουκιπόν, τον Οράτιο το αόρατο πράσινο καγκουρό, τον Πελέ τον ταχυδρομικό πελεκάνο, τον Παντελή τον απότομο ιπποπόταμο και τη Λιλή την παρδαλή λεοπάρδαλη. Κάθε τόσο μαζί με τους φίλους του τον καπετάνιο Βαρθολομαίο Μπορφίν και τον Αλέξη Πτωτιστή ταξιδεύουν στα πέρατα του κόσμου, σώζουνε πριγκίπισσες από δράκους και δράκους από πρίγκιπες και προσπαθούν να βρούνε το χαμένο όγδοο χρώμα του ουράνιου τόξου.
Οι γνωστότερες εφευρέσεις του Ευγένιου είναι ο γαργαλιός (ένα μηχάνημα, που σε γαργαλάει, όταν είσαι λυπημένος), το ηλεκτρικό ρουφοσκόπιο (ένας συνδυασμός τηλεσκοπίου και ηλεκτρικής σκούπας, με το οποίο όχι μόνο βλέπει κανείς τα αστέρια αλλά, άμα θέλει, τα ρουφάει και τα κάνει γιρλάντες), ο ενισχυτής ροχαλητού (που δυναμώνει εκατό φορές το ροχαλητό σου, όταν κοιμάσαι και τρομάζει τους διαρρήκτες) και η χαμαιλεοντική μπογιά (που, αν βάψεις το δωμάτιό σου μ’ αυτή, αλλάζει κάθε πρωί χρώμα ανάλογα με το όνειρο, που έβλεπες προτού ξυπνήσεις. Αν έβλεπες τη θάλασσα, είναι μπλε με άσπρες ρίγες και, αν έβλεπες λαμπρίτσες, κόκκινο με μαύρες βούλες).
Ο Ευγένιος έχει ανακαλύψει επίσης το φαγώσιμο χαρτοπόλεμο, την μπανιέρα με τις δώδεκα τρύπες, τον ιπτάμενο ανεμόμυλο, την τσουλήθρα με σκαλοπάτια στο κατέβασμα, τη μελωδική ομπρέλα, το παπιγιόν για νάνους και τον αναδρομικό καθρέφτη (που σε κάνει όπως ήσουνα πριν από δέκα χρόνια). Ο Ευγένιος έχει επίσης μια μοναδική συλλογή από σπάνια κομμάτια παλιών παραμυθιών. Η συλλογή αυτή περιλαμβάνει ένα πούπουλο από το μαξιλάρι όπου κοιμόταν η Πεντάμορφη πριγκιποπούλα, το κορδόνι από το δεξί παπούτσι του Παπουτσωμένου Γάτου, ένα τούβλο από το σπίτι που είχαν χτίσει τα Τρία Γουρουνάκια, τη φούντα από το σκουφάκι της Κοκκινοσκουφίτσας και το φιτίλι από το λυχνάρι του Αλαντίν. Μερικοί, βέβαια, υποστηρίζουν ότι, όλα αυτά δεν είναι αλήθεια και ότι, ο Ευγένιος είναι ένας εγκληματολόγος, που ζει στο Λονδίνο και διδάσκει στο πανεπιστήμιο του Reading. Δεν έχουν, όμως, δίκιο. Στην πραγματικότητα, ο εγκληματολόγος είναι ο δίδυμος αδερφός του."

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2007

Ο γατάσκοπος

Προχτές έγινε κάτι εξαιρετικό. Με βρήκε ένας γατάσκοπος. Εσείς βέβαια δεν ξέρετε καν τι είναι οι γατάσκοποι. Ο Μούκος μου, μου έχει πει ότι άμα είσαι γατόφιλος και απειλείσαι από την παρουσία πολλών σκύλων στη περιοχή σου, μερικές φορές σου στέλνουν έναν γατάσκοπο να κόψει κίνηση και να σε προστατεύει. Έτσι κι έγινε.
Εγώ βέβαια είμαι γνωστή γατόφιλος. Είχα και ένα υπέροχο γατούλη, τον Έκτορα, που τον έχασα πέρσι τα Χριστούγεννα. Και μάλλον η Υπηρεσία δεν ήθελε να με αφήσει μόνη φέτος το χειμώνα…
Τελείωσα που λέτε το μάθημα στις 9 και πήγα να πάρω το αμάξι, για να πάω για ταινία στο σπίτι ενός φίλου. Με το που στρίβω τη γωνία λοιπόν, βλέπω ένα ασπρόμαυρο γατόνι να κάθεται πάνω στο καπό. Είπα να το κατεβάσω, αλλά τα χέρια που ήταν γεμάτα. Ανοίγω την πόρτα του συνοδηγού, να αφήσω το βαλιτσάκι μου και τα βιβλία και να το κατεβάσω. Αλλά μόλις τελείωσα, το γατόνι έλειπε. «Θα φοβήθηκε που άνοιξα την πόρτα κι έφυγε»,σκέφτηκα. Ανοίγω λοιπόν την πόρτα μου, βάζω ζώνη, και ετοιμάζομαι να βάλω μπρος. Και τότε, ξαφνικά…
«Νιάου!»
Λέω από μέσα μου, είπαμε, να αγαπάς τις γάτες, αλλά να ακούς και νιαουρίσματα από το πουθενά;
«Νιάου!»
Κοιτάζω δίπλα, και τι να δω…Το γατόνι καθισμένο στη θέση του συνοδηγού, να με κοιτάει παρακαλεστικά. Μάλλον ξεγλίστρησε μέσα όταν έβαζα τα πράγματα. Ε, δεν το σκέφτηκα και πολύ. Εξάλλου λένε ότι οι γάτες διαλέγουν εσένα, όχι εσύ τις γάτες. Κάθισε και ήσυχα σε όλη τη διαδρομή μέχρι το σπίτι, κιχ δεν έβγαλε. Είναι άψογη με όλους , γουργουρίζει ακόμη κι αν δεν τη χαϊδεύει κανείς και χρειάστηκε μόνο μία φορά να της πω «μη» για να μην μπαίνει στο δωμάτιό μου, ακόμα κι αν η μπαλκονόπορτα είναι διάπλατα ανοιχτή. Κάναμε και βαφτίσια, Αμελί τη βγάλαμε. Σας αρέσει;

Εφορίας συνέχεια

Λοιπόν, όπως σας είχα πει, ξαναπήγα Εφορία χτες. Ήταν ωραία την τελευταία φορά που πήγα και είπα να τους τιμήσω ξανά. Αλλά πάλι δε μου έκαναν τη χάρη. Να σας εξηγήσω.
Πάμε πουρνό πουρνό με τη γιαγιά παραμάσχαλα να κάνουμε τα υπόλοιπα χαρτιά. Ρωτάμε λοιπόν σε ποιο γραφείο πρέπει να απευθυνθούμε, κάνουμε το γνωστό tour και καταλήγουμε στο γραφείο μια υπέροχης κυριούλας, που φρόντισε να μας δώσει μια μικρή γεύση από το πώς θα κυλούσε η μέρα μας.
-«Τι είστε;»
(Νόμιζα ότι αυτό ήταν προφανές, αλλά μάλλον από τόσα χρόνια που με φωνάζει γαϊδάρα η μαμά μου, άλλαξαν τα πράγματα.)
-«Τι εννοείτε;»
-«Τι συγγένεια έχετε, δεσποινίς;»
-«Γιαγιά και εγγονή.»
-«Κι εγώ πού το ξέρω;»
Θα της έλεγα να μας κάνει ένα τεστ DNA, αλλά θα έπρεπε να μας πάρουν αίμα και δεν τα πάω καλά με τις βελόνες. Αφού λοιπόν μας ρώτησε από ποιανού πλευρά είναι γιαγιά μου, και άμα η μαμά μου έχει από τις παλιές ταυτότητες που να έχουν το γένος, κατέληξε ότι για να πειστεί πρέπει να της φέρουμε ένα πιστοποιητικό από το Δήμο. Τηλεφώνησα λοιπόν στη μαμά μου αν γίνεται να πεταχτεί να πάρει ένα. Όσο περιμέναμε βέβαια, κάναμε όλα τα υπόλοιπα χαρτιά για να μην χάνουμε χρόνο. Ευτυχώς μας εξυπηρέτησε για συμπαθέστατη κυρία, που έκανε μόνο πέντε λεπτά και ήταν όλο χαμόγελο. «Δε μ’ αρέσουν οι κατσούφηδες», μου εξήγησε. Τι κρίμα να μη σ’ αρέσουν οι κατσούφηδες και να κάνεις τέτοια δουλειά…Έρχεται λοιπόν η μαμά με το πολυπόθητο χαρτί και πάμε ξανά στο γραφείο. Η προηγούμενη κυριούλα μας πάσαρε σε μια άλλη, ξανθομαλλούσα, που κάπνιζε αμέριμνη και μιλούσε με τον κύριο του δίπλα γραφείου. Μετά από πέντε λεπτά που με πήρε χαμπάρι, παίρνει τα χαρτιά από τα χέρια που και κοιτάζει επίμονα το πιστοποιητικό (το οποίο έγραφε και ημερομηνίες γέννησης).
-«Εσείς είστε η Α…;»
-«Ναι.»
-«Και η κυρία Β… είναι εγγονή σας;»
-«Όχι κυρία μου, αυτό προφανώς δε γίνεται, αφού εγώ γεννήθηκα το 1983 και η Β… το 1940.»
-«Α, μάλιστα»
Και αρχίζει ένα μπλέξιμο με τις συγγένειες... Ποιος είναι αυτός, και τι τον έχετε εκείνο… Μόνο το οδοντιατρικό μου αρχείο δε μου ζήτησε για να πληρώσουμε τον καταραμένο το φόρο. Τέλος πάντων, τελειώσαμε μετά από κανένα μισάωρο, αφού της είχα βάλει τις φωνές. Αλλά έπρεπε να πάω και στην άλλη Εφορία.
Ευτυχώς εκεί ήταν καλύτερα τα πράγματα. Περίμενα στην ουρά με μία κυρία και το πεντάχρονο κοριτσάκι της, που μου έφτιαξε τη μέρα. Κρατούσε την επιταγή τους, και η μαμά της της άλαγε να είναι προσεκτική με αυτό το χαρτί.
-«Γιατί;»
-«Γιατί είναι πολύ επίσημο και σημαντικό»
-«Τι λες μωρέ, αυτό είναι γεμάτο μουτζούρες. Εσύ δεν το πρόσεχες και άφησες και στο μουτζουρώσανε παντού.»
Εννοούσε βέβαια τις υπογραφές. Αφού λοιπόν σχολίασε ότι ο φάκελός μου είχε μόνο ένα χαρτί, με καθησύχασε:
-«Μη στενοχωριέσαι, θα σου δώσει αυτή η κυρία στο γραφείο χαρτιά να βάλεις μέσα. Δίνει σε όλους, πολλά.»Και γαλάζια μου είπε, που της είχα πει ότι είναι το αγαπημένο μου χρώμα. Μου έκανε και ζωγραφιά στο μπλοκάκι μου.

Τι απλά που είναι όλα για τα παιδιά… Έτσι, πήγα στην κυρία με την επιταγή μου, και της είπα ότι της έφερα μία σε μπεζάκι σήμερα, κι ότι θα πρέπει να συμβιβαστεί και να τη δεχτεί, αφού ούτε κι εμένα είναι το αγαπημένο μου χρώμα, αλλά τι να κάνω. Πάλι δε γέλασε βέβαια, αλλά δεν πειράζει, γέλασα εγώ και η μικρούλα, που με κοιτούσε από την μισόκλειστη πόρτα…

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2007

Σπίτι μου,σπιτάκι μου...

Σήμερα έπρεπε να πάω στην Εφορία. Και μάλιστα όχι μόνο σε μία, αλλά σε δύο. Και έπρεπε να πάρω και τη γιαγιά μου μαζί.
Εδώ και λίγο καιρό πήρα ένα σπίτι. Ωραίο, μεγάλο, στο κέντρο. Νόμιζα ότι τα πράγματα είναι απλά. Πληρώνεις, κάνεις μερικά χαρτιά, και τελείωσε το πανηγύρι. Αμ δε. Χτες με πληροφόρησαν ότι πρέπει να πάω στην Εφορία για κάτι τελευταίες υπογραφές και για να πληρώσει η γιαγιά κάποιο φόρο. Ε, σηκώθηκα κι εγώ, έβαλα το τζιν και τα σταράκια μου και κατέβηκα στο σαλόνι. Εκεί με περίμενε ο μπαμπάς με μια φακελάρα. Ξέρετε, από αυτούς τους μουσταρδί, τους σοβαρούς. Εγώ κανονικά δεν πιάνω τέτοιους φακέλους. Μόνο άμα μου έρθει κανένα μεγάλο γράμμα. Αλλά τι να κάνω… Η ανάγκη βλέπετε. Έκατσα λοιπόν στο μεγάλο τραπέζι και άρχισε ο μπαμπάς τη λογοδιάρροια. Και να ζητήσεις αυτό το χαρτί, και θα σου δώσουν αυτό το διπλότυπο… Τέλος πάντων, βγήκα έξω αγκαλιά με το Ρόμπινς μου και ένα κεφάλι καζάνι, να περιμένω τη γιαγιά να ετοιμαστεί. Έλα μου όμως που η γιαγιά για να φύγει έπρεπε να περιμένει να γυρίσει ο παππούς. Ο οποίος ήταν μάλλον βαλτός, γιατί έσκασε μύτη στις 12 και η Εφορία κλείνει στις 1. Τέλος πάντων, δεν γκρίνιαξα και πήραμε ταξί για να μη μου φτάσει η πίεση 200 προσπαθώντας να παρκάρω στο κέντρο και να προλάβουμε την Εφορία συγχρόνως. Ρωτάμε που να πάμε για τα χαρτιά, μας λένε στον πρώτο όροφο. Πάμε στον πρώτο, τα κοιτάει κανένα εικοσάλεπτο μια κυρία με μαλλί αφάνα, και μας λέει να πάμε στον πέμπτο. Εκεί μια άλλη κυρία μας έστειλε στο γραφείο 24. «Από τη βεράντα», μας επισήμανε. Έχει η δικιά σας η Εφορία βεράντα; Εμάς έχει. Ζήλια… Πάμε στο 24,κρατάνε ένα χαρτί και μου δίνουν τα υπόλοιπα να πάω στο 12. Από το 12,όπου μου έβαλαν μόνο δύο σφραγίδες, αλλά παρόλα αυτά τους πήρε ένα δεκάλεπτο, με έστειλαν πακέτο στο 14. Ευτυχώς είχα αφήσει τη γιαγιά στο 24 και δεν την έσερνα μαζί μου. Και πάνω που μου έχει μείνει μόνο μία υπογραφή, έρχεται η καταστροφή. «Α, δεν κάνει η επιταγή σας.»Γιατί;;; Δεν περνάνε τα λεφτά μας στης Εφορία; Άστοχο αστείο γιατί η κακιά κυρία που την κρατούσε δεν έσκασε ούτε ένα χαμόγελο. Βασικά με κοιτούσε λες και ήμουν ο πιο ανόητος οργανισμός σε ολόκληρο το σύμπαν. «Πρέπει να είναι στο όνομά μας.» Είπα να τη ρωτήσω πως τη λένε, αλλά θα προκαλούσα την τύχη μου άμα έκανα κι άλλο αστειάκι. Και ξέρετε τι έγινε; Μας πήρε όοοοοολα τα χαρτιά πίσω (αφού με έβαλε να τα μαζέψω ένα ένα ευλαβικά από όλα τα γραφεία στα οποία τα είχα διασκορπίσει με μεγάλη επιτυχία προηγουμένως),και μου είπε να ξαναπάω αύριο με άλλη επιταγή. Όχι, δε γκρινιάζω. Αύριο το μεσημεράκι βάλτε ειδήσεις. Μπορεί να με δείξουν στο αστυνομικό ρεπορτάζ.

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2007

In love

Δεν είναι πολύ ωραία να είσαι ερωτευμένος;ΟΧΙ. Καλά μην πάει τώρα το ρομαντικό μυαλό σας σε ηλιοβασιλέματα και καρδούλες. Δεν είναι έτσι ο έρωτας αγαπητοί, σαν τις διαφημίσεις με τα κόκκινα κορδελάκια και τα σοκολατάκια. Αυτός ο έρωτας υπάρχει όσο υπάρχουν τα χαρούμενα παιδάκια που πίνουν όλο το γάλα τους στις διαφημίσεις του ΝΟΥΝΟΥ. Ο πραγματικός ο έρωτας είναι χάλια. Αλήθεια. Στην αρχή, τον βλέπεις και πέφτεις ξερή. Όποτε σε πλησιάζει κοκκινίζεις, ιδρώνεις, σε πιάνει ταχυπαλμία και άμα πας να μιλήσεις…εκεί να δείτε γλέντια. Ο Μπόζο ο κλόουν καλύτερα θα τα έλεγε. Και άντε πες ότι καταφέρνεις να πεις κάτι αξιόλογο και κανονίζετε ένα ραντεβού. Αφού έχεις αδειάσει όλη τη ντουλάπα στο κρεβάτι προσπαθώντας να αποφασίσεις τι να βάλεις, καταλήγεις να πας με ένα τζιν και ένα T-shirt. Σαν χαζό. Και μετά αυτό το σφίξιμο στο στομάχι…Και αν όλα πάνε καλά, πρέπει κάτι να γίνει. Εννοώ αν είσαι κορίτσι, να κάθεσαι και να τον βλέπεις να ξεφυσάει τον δύσμοιρο και να προσπαθεί να το πει. Άμα είσαι αγόρι, ακόμα χειρότερα. Πως να ξεστομίσεις τέτοιο πράγμα; Κι άμα δε νιώθει το ίδιο; Κι άμα δεν της αρέσεις; Είδα προσφάτως έναν καημένο κομπάρο σε παρόμοια κατάσταση και ομολογώ ότι τον συμπόνεσα βαθύτατα. Και άντε και τα φτιάχνετε. Έχεις να διαλέγεις δώρα για επετείους, γενέθλια, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Με την ίδια αγωνία άμα θα του αρέσουν. Κι άμα θα χαμογελάσει. Και όταν λείπει, νιώθεις ότι θες να έρθει ΤΩΡΑ. Και όταν είναι εκεί δε σου φτάνει μια αγκαλιά. Και σε βασανίζει να σκέφτεσαι ότι θα φύγει ξανά, έστω κι αν είναι για λίγες ώρες. Και να οι αναστεναγμοί, και να το βλέμμα χαμένο στο διάστημα…Μέχρι να τον ξαναδείς. Και μετά τίποτα δεν έχει σημασία.
Ε λοιπόν, μην το δοκιμάσετε ποτέ. Δεν περνάει με τίποτα άμα κολλήσεις. Και μη σας κάνουν να την πατήσετε φίλοι και γνωστοί. Εγώ βασανίζομαι επί επτά συναπτά έτη κι ακόμα…

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2007

Σαν παραμύθι

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι.

Το αγοράκι ήταν η χαρά του παιδιού. Όλη την ώρα γελούσε και έκανε και όλους τους υπόλοιπους γύρω του να γελάνε. Φαινόταν ότι θα γίνει εξαιρετικής ποιότητας γελαστρόνι. Αλλά και το κοριτσάκι δεν πήγαινε πίσω. Σκέτο νεραϊδάκι, χαιρόσουν να το βλέπεις και ζωγράφιζε στα πρόσωπα όλων από ένα μεγάλο χαμόγελο. Και το αγοράκι, και το κοριτσάκι, μοιραζόταν ένα κοινό πάθος: τη μουσική. Μάλιστα, πήγαιναν μαζί και στη χορωδία, έκαναν και εκδρομές.

Και όπως ήταν αναμενόμενο, μετά από λίγο καιρό,το αγοράκι ερωτεύτηκε το κοριτσάκι. Ε δεν ήταν και δύσκολο.

Βέβαια, και οι δύο ήξεραν ότι θα έμεναν μαζί για πάντα. Μη με ρωτάτε πώς. Απλά το ήξεραν. Κάτι τέτοια οι ερωτευμένοι τα ξέρουν από πρώτο χέρι. Κι έτσι, στροβιλίστηκαν μέσα σε αυτό το μαγικό τούνελ που το λένε έρωτα.

Αυτό το τούνελ τους έβγαλε σε μια παραλία, όπου το αγοράκι έκανε πρόταση γάμου στο κοριτσάκι (κι ας μη συμφωνούν ότι ήταν κανονική πρόταση και οι δύο).

Φυσικά το κοριτσάκι μας δέχτηκε, και τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Την ντύσαμε, έγινε η πιο όμορφη νυφούλα του κόσμου, και την παραδώσαμε στο Γελαστρόνι με την ευχή να την κάνει πάντα χαρούμενη κι ευτυχισμένη.

Ξέρετε πόσο πολύ σας αγαπάω. Σας ευχαριστώ που με αξιώσατε να πάρω κι από κοντά μια μικρή γεύση από το παραμύθι σας…

Υ.Γ.Γαμπρέ,στη δώσαμε μόνο και μόνο επειδή όταν την κοιτάς είναι λες και βλέπεις το μεγαλύτερο και πιο γλυκό ζαχαρωτό του κόσμου.Να μας την προσέχεις.