
Σήμερα έβρεξε. Σπάνια βρέχει εδώ στο Άφρικα, γι’ αυτό κάθε φορά εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία και βολτάρω ανάμεσα στις ψιχάλες. Το απογευματάκι έβαλα τα δερμάτινα σταράκια μου με τις καρδούλες, άφησα τα μαλλιά μου κάτω γιατί κανείς δε θα τα έβλεπε φριζαρισμένα, έβαλα το μικρό λοφίο στην κουκούλα μου (από τη μέρα που άφησα την κίτρινη ομπρέλα μου με την πάπια αρνούμαι πεισματικά να χρησιμοποιήσω τη σοβαρή μαύρη που μου πήρε η μαμά μου),μερικά αγαπημένα κομμάτια στο ipod και βγήκα. Όλα είναι πιο ωραία όταν βρέχει. Ειδικά όταν έχει αυτό το ψιλόβροχο, που τυλίγει τα πάντα σε μια λεπτή, ασημένια ομίχλη. Τα χρώματα φαίνονται πιο έντονα, σαν να χρωματίστηκαν με παιδικές κηρομπογιές, και τα φώτα χτυπούν θαμπωμένα στη θάλασσα. Κι αυτή η μυρωδιά… Το βρεγμένο χώμα αναδίδει ένα υπέροχο άρωμα, που σε κάνει να μη θες να γυρίσεις σπίτι. Κανείς δεν στέκεται να σε κοιτάξει, οι περισσότεροι σφίγγουν το παλτό με το ένα χέρι και τη λαβή της ομπρέλας με το άλλο. Εκτός από μερικά ζευγάρια, που προτιμούν να σφίγγουν ένα χέρι μέσα στο δικό τους. Μπορεί να γίνεσαι μούσκεμα, αλλά δε συγκρίνεται με μια μεταλλική χειρολαβή. Επίσης μπορείς να σιγομουρμουρίζεις όποιο σκοπό θέλεις, χωρίς να νοιάζεσαι αν σε ακούν. Κάθισα στο τραπεζάκι ενός κλειστού ζαχαροπλαστείου και χάζευα για ώρα τα απέναντι φώτα παρέα με έναν ξεστρατισμένο γάτο που καθόταν στη δίπλα καρέκλα για να γλιτώσει τη βροχή. Όταν σταμάτησε, πήραμε ο καθένας το δρόμο του, πατώντας προσεκτικά στις λιμνούλες που είχαν σχηματιστεί, για να μη σκορπίσουμε τα αστέρια που καθρεφτίζονταν μέσα τους.
Υ.Γ. Αυτή η καταραμένη ρομαντική διάθεση έχει αρχίσει και μου κάνει ζημιά. :@Ρ